παρέτοιμος

παρέτοιμος
-ον, Μ
αυτός που είναι έτοιμος, ο προετοιμασμένος («ἐσυνάχθησαν... παρέτοιμοι πρὸς κίνημα καὶ συμπλοκήν πολέμου», Διήγ. Αχιλλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”